- δημηγορῶν
- δημηγορέωpractise speaking in the assemblypres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημηγόρων — δημήγορος popular orator masc gen pl δημηγόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՊԱՐԱԿԱԽՕՍ — ( ) NBH 2 0137 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c ա. δημηγόρος, δημηγόρων concionator. Խօսօղ ʼի հրապարակի, կամ հրապարակաւ. ատենախօս. *Արհամարհիցէ ոք զհրապարակախօսն. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 34: Կամ δημηγορικός concionalis,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)